πλανεύω

πλανεύω
ΝΜ
νεοελλ.
1. εξαπατώ, παραπλανώ κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις και κολακείες
2. (κατ' έπέκτ.) δημιουργώ ψευδαισθήσεις σε κάποιον για κάτι («πώς μάς πλανεύει τ' όνειρο τής ευτυχίας», Γρυπ.)
3. παρασύρω κάποιον στο κακό
4. (σχετικά με νεαρή κοπέλα) διακορεύω, διαφθείρω
μσν.
μτφ. (για τα αισθητήρια όργανα) δημιουργώ εσφαλμένη αντίληψη, δημιουργώ ψευδαισθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλανῶ, κατά τα ρ. σε -εύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλανεύω — πλανεύω, πλάνεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλανεύω — πλάνεψα, πλανεύτηκα, πλανεμένος 1. εξαπατώ, ξεγελώ με υποσχέσεις ή καλοπιάσματα: Με πλάνεψαν τα λόγια του και τον πίστεψα. 2. αποπλανώ, διαφθείρω: Πλανεύει τα κορίτσια με τα γλυκόλογά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάνεμα — το, Ν [πλανεύω] 1. η ενέργεια τού πλανεύω, απάτη, παραπλάνηση («κάθε στίχος πλάνεμα / και κάθε λόγος ψέμα», Παλαμ.) 2. (σχετικά με κοπέλα) αποπλάνηση, ερωτικό ξελόγιασμα …   Dictionary of Greek

  • πλάνεψη — η, Ν [πλανεύω] το αποτέλεσμα τού πλανεύω, παραπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ηπεροπεύω — ἠπεροπεύω (Α) 1. με γοητευτικά λόγια και δελεαστική συμπεριφορά πλανεύω, ξεμυαλίζω γυναίκες, ώστε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις μαζί μου 2. απατώ, εξαπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ηπεροπεύς] …   Dictionary of Greek

  • μαυλίζω — και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [μαύλις (Ι)] εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη νεοελλ. 1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα 2. προσελκύω θηράματα με μίμηση τής φωνής τους («σαν τα πουλιά,… …   Dictionary of Greek

  • νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… …   Dictionary of Greek

  • νοθισμοί — νοθισμοί, οί (Α) θέλγητρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αμάρτυρο νοθίζω, μεταπλασμένο τ. τού νοθεύω στη σημ. «πλανεύω, δελεάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ντεσβιάρω — (Μ ντεσβιάρω) 1. κάνω κάποιον να ξεστρατίσει, να αποτραβηχτεί από κάτι 2. αποπλανώ, πλανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desviar] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”